- ζωοποιοῦμαι
- ζωοποιέωmake alivepres ind mp 1st sg (attic epic doric)ζωοποιέω 2make alivepres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωοποιώ — (AM ζωοποιῶ, έω) [ζωοποιός] 1. δημιουργώ ζωή, δίνω ζωή, ζωογονώ, αναζωογονώ, κάνω κάποιον ζωντανό 2. ενισχύω κάποιον ηθικά, εμψυχώνω, τονώνω μσν. 1. αφήνω να ζήσει κάποιος, κρατώ κάποιον στη ζωή 2. μέσ. ζωοποιοῡμαι παίρνω ζωή 3. φρ. (για γυναίκα) … Dictionary of Greek